1. Λέξη
    προκαλέσω (ρήμα) - (παρόμοια: προσκαλέσω - προκαλέσουμε - προκαλώ - προκαλούν - αποκαλέσω - καλέσω)
  2. Συνώνυμα
    • ερεθίζω
    • παροτρύνω
    • εξοργίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • κατευνάζω
    • προσφέρω ειρήνη
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάποιον να αντιδράσει με θυμό ή εχθρότητα.
    • Να προκαλέσω μια συγκεκριμένη αντίδραση ή κατάσταση.
    • Να προκαλέσω κάποιον να κάνει κάτι, ιδιαίτερα κάτι απρόσμενο ή δυσάρεστο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι απρεπείς παρατηρήσεις του τον προκάλεσαν να αντιδράσει βίαια.
    • Η απόφαση της κυβέρνησης προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τον κόσμο.
    • Προσπάθησε να τον προκαλέσει σε συζήτηση για τα πολιτικά γεγονότα.
    3