Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προκαλέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
προσκαλέσω
-
προκαλέσουμε
-
προκαλώ
-
προκαλούν
-
αποκαλέσω
-
καλέσω
)
Συνώνυμα
ερεθίζω
παροτρύνω
εξοργίζω
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
κατευνάζω
προσφέρω ειρήνη
3
Ορισμός
Να κάνω κάποιον να αντιδράσει με θυμό ή εχθρότητα.
Να προκαλέσω μια συγκεκριμένη αντίδραση ή κατάσταση.
Να προκαλέσω κάποιον να κάνει κάτι, ιδιαίτερα κάτι απρόσμενο ή δυσάρεστο.
3
Παραδείγματα
Οι απρεπείς παρατηρήσεις του τον προκάλεσαν να αντιδράσει βίαια.
Η απόφαση της κυβέρνησης προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τον κόσμο.
Προσπάθησε να τον προκαλέσει σε συζήτηση για τα πολιτικά γεγονότα.
3