Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσέλθω (ρήμα) - (παρόμοια:
προσέλευση
-
προσέχω
-
προσέξω
)
Συνώνυμα
πλησιάζω
έρχομαι κοντά
προσπορεύομαι
3
Αντώνυμα
απομακρύνομαι
φεύγω
2
Ορισμός
Πλησιάζω κάποιον ή κάτι, συνήθως με σκοπό να επικοινωνήσω ή να κάνω κάτι.
Κατευθύνομαι προς έναν συγκεκριμένο τόπο ή πρόσωπο.
2
Παραδείγματα
Ο μαθητής προσήλθε στον δάσκαλο για να του κάνει μια ερώτηση.
Προσέλθετε στο γραφείο μας για περισσότερες πληροφορίες.
2