1. Λέξη
    προσέλθω (ρήμα) - (παρόμοια: προσέλευση - προσέχω - προσέξω)
  2. Συνώνυμα
    • πλησιάζω
    • έρχομαι κοντά
    • προσπορεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απομακρύνομαι
    • φεύγω
    2
  4. Ορισμός
    • Πλησιάζω κάποιον ή κάτι, συνήθως με σκοπό να επικοινωνήσω ή να κάνω κάτι.
    • Κατευθύνομαι προς έναν συγκεκριμένο τόπο ή πρόσωπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μαθητής προσήλθε στον δάσκαλο για να του κάνει μια ερώτηση.
    • Προσέλθετε στο γραφείο μας για περισσότερες πληροφορίες.
    2