Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσέχω (ρήμα) - (παρόμοια:
προέχω
-
προσέξω
-
προτρέχω
-
προσέλθω
-
προεξέχω
-
προσόν
-
προσέγγιση
-
προσέλευση
)
Συνώνυμα
φροντίζω
εξετάζω
παρατηρώ
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραμελώ
2
Ορισμός
Είμαι προσεκτικός ή προσεκτική σε κάτι.
Παρακολουθώ με προσοχή.
Φροντίζω για κάτι ή κάποιον.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να προσέχεις πότε διασχίζεις το δρόμο.
Η δασκάλα προσέχει τα παιδιά κατά τη διάρκεια της εκδρομής.
Προσέχω να μην ξεχάσω τα κλειδιά μου.
3