Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσέξω (ρήμα) - (παρόμοια:
προσέχω
-
προσέλθω
-
προσόν
-
προσέλευση
-
προσέγγιση
)
Συνώνυμα
παρατηρώ
ενδιαφέρομαι
εστιάζω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αμελώ
2
Ορισμός
Επικεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι ή κάποιον.
Δίνω σημασία ή ενδιαφέρον σε μια κατάσταση ή πρόσωπο.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να προσέξεις τα λόγια σου όταν μιλάς σε ανθρώπους.
Ο δάσκαλος μας είπε να προσέξουμε καλά τις οδηγίες πριν ξεκινήσουμε την άσκηση.
2