Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσεκτικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
προσεκτικός
-
πρακτικά
-
προσεχτικός
)
Συνώνυμα
προσηλωμένα
προσεχτικά
επιμελώς
3
Αντώνυμα
απρόσεκτα
αμελώς
απερίσκεπτα
3
Ορισμός
Με προσοχή και σοβαρότητα.
Με τρόπο που δείχνει προσοχή στις λεπτομέρειες.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος παρακολουθούσε προσεκτικά τις απαντήσεις των μαθητών.
Η γιαγιά έπλεξε προσεκτικά το μάλλινο πουλόβερ.
2