1. Λέξη
    προσεκτικά (επίρρημα) - (παρόμοια: προσεκτικός - πρακτικά - προσεχτικός)
  2. Συνώνυμα
    • προσηλωμένα
    • προσεχτικά
    • επιμελώς
    3
  3. Αντώνυμα
    • απρόσεκτα
    • αμελώς
    • απερίσκεπτα
    3
  4. Ορισμός
    • Με προσοχή και σοβαρότητα.
    • Με τρόπο που δείχνει προσοχή στις λεπτομέρειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος παρακολουθούσε προσεκτικά τις απαντήσεις των μαθητών.
    • Η γιαγιά έπλεξε προσεκτικά το μάλλινο πουλόβερ.
    2