Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσεκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προσεκτικά
-
προσεχτικός
-
προσθετικός
-
προσβλητικός
-
πρακτικός
-
πρωκτικός
-
προσωπικός
-
προκαταρκτικός
-
προστατευτικός
-
προληπτικός
-
προκλητικός
-
λεκτικός
-
προοδευτικός
-
πλεονεκτικός
-
ανεκτικός
-
προβληματικός
-
προφορικός
-
προεδρικός
-
ανθεκτικός
)
Συνώνυμα
προσοχής
συνετός
προσεχτικός
3
Αντώνυμα
απρόσεκτος
αφηρημένος
αμελής
3
Ορισμός
Που δίνει προσοχή στις λεπτομέρειες και δεν κάνει εύκολα λάθη.
Που ενεργεί με σύνεση και προσοχή.
2
Παραδείγματα
Ο προσεκτικός μαθητής δεν έκανε κανένα λάθος στις ασκήσεις.
Η προσεκτική παρακολούθηση των οδηγιών οδήγησε σε επιτυχία.
2