Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προστάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
προστάτης
-
προστάτιδα
-
στάζω
-
προστασία
)
Συνώνυμα
διατάσσω
εντολή
υπαγορεύω
3
Αντώνυμα
υπακούω
παραιτούμαι
αποποιούμαι
3
Ορισμός
Εκδίδω εντολή ή διαταγή.
Απαιτώ την εκτέλεση κάποιου πράγματος με αυθορμητισμό.
2
Παραδείγματα
Ο διοικητής πρόσταξε τους στρατιώτες να ετοιμαστούν για επίθεση.
Ο γιατρός πρόσταξε στον ασθενή να κρατάει αυστηρή δίαιτα.
2