1. Λέξη
    προστάζω (ρήμα) - (παρόμοια: προστάτης - προστάτιδα - στάζω - προστασία)
  2. Συνώνυμα
    • διατάσσω
    • εντολή
    • υπαγορεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπακούω
    • παραιτούμαι
    • αποποιούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εκδίδω εντολή ή διαταγή.
    • Απαιτώ την εκτέλεση κάποιου πράγματος με αυθορμητισμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διοικητής πρόσταξε τους στρατιώτες να ετοιμαστούν για επίθεση.
    • Ο γιατρός πρόσταξε στον ασθενή να κρατάει αυστηρή δίαιτα.
    2