Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προστασία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προστατέψω
-
προστατεύω
-
προστατεύει
-
προστατεύσω
-
προδοσία
-
προστάζω
-
προετοιμασία
)
Συνώνυμα
προφύλαξη
άμυνα
φύλαξη
προστατευτικό
4
Αντώνυμα
εγκατάλειψη
αμέλεια
εκτέθεση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της προστασίας κάποιου ή κάτι από βλάβη, κίνδυνο ή ζημιά.
Η κατάσταση του να προστατεύεται κάποιος ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η κυβέρνηση παρέχει προστασία στους πολίτες από τον κίνδυνο.
Το κράνος προσφέρει προστασία στο κεφάλι από τραυματισμούς.
2