1. Λέξη
    προσφορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προφορά - προσφυγή - προσφέρω)
  2. Συνώνυμα
    • δώρο
    • χάρη
    • εξυπηρέτηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απόσυρση
    • απόρριψη
    • άρνηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να προσφέρεις κάτι σε κάποιον.
    • Κάτι που δίνεται ή παρουσιάζεται σε κάποιον, όπως ένα δώρο ή μια υπηρεσία.
    • Σε οικονομικό πλαίσιο, η ποσότητα ενός αγαθού ή υπηρεσίας που είναι διαθέσιμη για πώληση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η προσφορά του για βοήθεια ήταν πολύτιμη κατά τη διάρκεια της κρίσης.
    • Η εταιρεία έκανε μια ειδική προσφορά για τα νέα της προϊόντα.
    • Η προσφορά του δώρου έγινε με μεγάλη ευγένεια.
    3