Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσφορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προφορά
-
προσφυγή
-
προσφέρω
)
Συνώνυμα
δώρο
χάρη
εξυπηρέτηση
3
Αντώνυμα
απόσυρση
απόρριψη
άρνηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να προσφέρεις κάτι σε κάποιον.
Κάτι που δίνεται ή παρουσιάζεται σε κάποιον, όπως ένα δώρο ή μια υπηρεσία.
Σε οικονομικό πλαίσιο, η ποσότητα ενός αγαθού ή υπηρεσίας που είναι διαθέσιμη για πώληση.
3
Παραδείγματα
Η προσφορά του για βοήθεια ήταν πολύτιμη κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η εταιρεία έκανε μια ειδική προσφορά για τα νέα της προϊόντα.
Η προσφορά του δώρου έγινε με μεγάλη ευγένεια.
3