1. Λέξη
    προσφυγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προσφορά - προσφέρω)
  2. Συνώνυμα
    • καταφύγιο
    • άσυλο
    • προστασία
    3
  3. Αντώνυμα
    • εκδίωξη
    • απέλαση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να ζητά κάποιος καταφύγιο ή προστασία, συνήθως σε ξένη χώρα, λόγω διωγμών ή κινδύνου στη χώρα του.
    • Το μέρος όπου κάποιος βρίσκει προστασία ή ασφάλεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι πρόσφυγες από τη Συρία ζήτησαν προσφυγή στην Ελλάδα.
    • Το βουνό ήταν η προσφυγή τους κατά του κρύου.
    2