1. Λέξη
    προσφέρω (ρήμα) - (παρόμοια: προφέρω - προσφέρομαι - προσφέρονται - προτέρω - προσφυγή - προσφορά)
  2. Συνώνυμα
    • παρέχω
    • δίνω
    • χορηγώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσύρω
    • αρνούμαι
    • απορρίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνω κάτι σε κάποιον, συνήθως ως δώρο ή ως μέρος μιας συμφωνίας.
    • Να παρουσιάζω κάτι για να το αποδεχτεί κάποιος, όπως μια πρόταση ή μια ιδέα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία προσφέρει δωρεάν δείγματα στους πελάτες της.
    • Προσφέρω να σε βοηθήσω με τη μετάφραση του κειμένου.
    2