Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσόν (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προϊόν
-
προσέχω
-
προσοχή
-
προσέξω
)
Συνώνυμα
χαρακτηριστικό
ιδιότητα
γνώση
δεξιότητα
4
Αντώνυμα
έλλειψη
ανεπάρκεια
αδυναμία
3
Ορισμός
Μια ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που κάνει κάποιον κατάλληλο για μια συγκεκριμένη θέση ή ρόλο.
Μια δεξιότητα ή γνώση που αποκτάται μέσω εκπαίδευσης ή εμπειρίας.
2
Παραδείγματα
Τα ακαδημαϊκά προσόντα του τον έκαναν ιδανικό υποψήφιο για τη θέση.
Η εμπειρία της στη διαχείριση έργων είναι ένα σημαντικό προσόν για τη δουλειά.
2