Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τιμάω (ρήμα) - (παρόμοια:
τιμ
-
τιμώ
-
τιμή
-
προτιμάω
)
Συνώνυμα
σεβόμαι
εκτιμώ
αποτιμώ
3
Αντώνυμα
ατιμάζω
περιφρονώ
καταφρονώ
3
Ορισμός
Να δείχνω σεβασμό ή εκτίμηση σε κάποιον ή κάτι.
Να αναγνωρίζω την αξία ή την αρετή κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Τιμάω τους γονείς μου για όλα όσα έχουν κάνει για μένα.
Η κοινωνία πρέπει να τιμάει αυτούς που προσφέρουν για το κοινό καλό.
2