1. Λέξη
    προφταίνω (ρήμα) - (παρόμοια: προβαίνω - προλαβαίνω - προτείνω)
  2. Συνώνυμα
    • φθάνω
    • καταφθάνω
    • προλαβαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αργώ
    • χάνω
    2
  4. Ορισμός
    • Επερχόμαι ή φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο πριν από κάποιον άλλο ή πριν από κάποια συγκεκριμένη στιγμή.
    • Καταφέρνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή πριν από κάποια συγκεκριμένη στιγμή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προφταίνω να πάρω το τελευταίο εισιτήριο πριν κλείσει το ταμείο.
    • Προφταίνω να φύγω από το σπίτι πριν αρχίσει η βροχή.
    2