Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
προλαβαίνω
-
προφταίνω
-
αποβαίνω
-
προτείνω
-
βαίνω
-
παραβαίνω
)
Συνώνυμα
προχωρώ
προοδεύω
εξελίσσομαι
3
Αντώνυμα
οπισθοχωρώ
σταματώ
αναστέλλομαι
3
Ορισμός
Να κινείται προς τα εμπρός ή να εξελίσσεται.
Να προχωρά σε μια διαδικασία ή σε μια κατάσταση.
Να προέρχομαι ή να προκύπτω από κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος προβαίνει μέσα από το δάσος.
Η έρευνα προβαίνει με ικανοποιητικό ρυθμό.
Από αυτή τη συζήτηση προέβησαν πολλές χρήσιμες πληροφορίες.
3