1. Λέξη
    προβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: προλαβαίνω - προφταίνω - αποβαίνω - προτείνω - βαίνω - παραβαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • προχωρώ
    • προοδεύω
    • εξελίσσομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • οπισθοχωρώ
    • σταματώ
    • αναστέλλομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να κινείται προς τα εμπρός ή να εξελίσσεται.
    • Να προχωρά σε μια διαδικασία ή σε μια κατάσταση.
    • Να προέρχομαι ή να προκύπτω από κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος προβαίνει μέσα από το δάσος.
    • Η έρευνα προβαίνει με ικανοποιητικό ρυθμό.
    • Από αυτή τη συζήτηση προέβησαν πολλές χρήσιμες πληροφορίες.
    3