1. Λέξη
    προλαβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: προβαίνω - παραβαίνω - προφταίνω - καταλαβαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • προβλέπω
    • προνοώ
    • προαισθάνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    • αμελώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αντιλαμβάνομαι ή να καταλαβαίνω κάτι πριν συμβεί.
    • Να προετοιμάζομαι ή να ενεργώ εκ των προτέρων για να αποφύγω κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προλάβαινε ότι θα βρέξει και πήρε την ομπρέλα του.
    • Δεν πρόλαβε να πάει στο τρένο και έμεινε στο σταθμό.
    2