Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προλαβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
προβαίνω
-
παραβαίνω
-
προφταίνω
-
καταλαβαίνω
)
Συνώνυμα
προβλέπω
προνοώ
προαισθάνομαι
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
αμελώ
3
Ορισμός
Να αντιλαμβάνομαι ή να καταλαβαίνω κάτι πριν συμβεί.
Να προετοιμάζομαι ή να ενεργώ εκ των προτέρων για να αποφύγω κάτι.
2
Παραδείγματα
Προλάβαινε ότι θα βρέξει και πήρε την ομπρέλα του.
Δεν πρόλαβε να πάει στο τρένο και έμεινε στο σταθμό.
2