1. Λέξη
    προωθώ (ρήμα) - (παρόμοια: προωθήσω - προωθητής - προωθήσουμε)
  2. Συνώνυμα
    • ωθώ
    • σπρώχνω
    • προκαλώ
    • ενθαρρύνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • εμποδίζω
    • σταματώ
    • ανακόπτω
    • αποθαρρύνω
    4
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι ή κάποιον να προχωρήσει μπροστά με δύναμη.
    • Να ενισχύω ή να διευκολύνω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος προσπάθησε να προωθήσει τα ενδιαφέροντα των μαθητών για τη φυσική.
    • Η νέα τεχνολογία βοήθησε να προωθηθεί η έρευνα στον τομέα της ιατρικής.
    2