Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προωθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
προωθήσω
-
προωθητής
-
προωθήσουμε
)
Συνώνυμα
ωθώ
σπρώχνω
προκαλώ
ενθαρρύνω
4
Αντώνυμα
εμποδίζω
σταματώ
ανακόπτω
αποθαρρύνω
4
Ορισμός
Να κάνω κάτι ή κάποιον να προχωρήσει μπροστά με δύναμη.
Να ενισχύω ή να διευκολύνω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος προσπάθησε να προωθήσει τα ενδιαφέροντα των μαθητών για τη φυσική.
Η νέα τεχνολογία βοήθησε να προωθηθεί η έρευνα στον τομέα της ιατρικής.
2