1. Λέξη
    προωθήσω (ρήμα) - (παρόμοια: προωθήσουμε - προωθώ - προσπαθήσω - προωθητής - προχωρήσω)
  2. Συνώνυμα
    • ωθώ
    • προάγω
    • προχωρώ
    • προωθώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανακόπτω
    • σταματώ
    • αναστέλλω
    • εμποδίζω
    4
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι ή κάποιον να προχωρήσει μπροστά.
    • Να ενισχύσω ή να βελτιώσω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα προωθήσω το έργο σου στον διευθυντή.
    • Ο στόχος μας είναι να προωθήσουμε τις καινοτομίες στην τεχνολογία.
    2