Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προωθήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
προωθήσουμε
-
προωθώ
-
προσπαθήσω
-
προωθητής
-
προχωρήσω
)
Συνώνυμα
ωθώ
προάγω
προχωρώ
προωθώ
4
Αντώνυμα
ανακόπτω
σταματώ
αναστέλλω
εμποδίζω
4
Ορισμός
Να κάνω κάτι ή κάποιον να προχωρήσει μπροστά.
Να ενισχύσω ή να βελτιώσω την πρόοδο ή την ανάπτυξη κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Θα προωθήσω το έργο σου στον διευθυντή.
Ο στόχος μας είναι να προωθήσουμε τις καινοτομίες στην τεχνολογία.
2