Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτοέρχομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προέρχομαι
-
έρχομαι
-
πηγαινοέρχομαι
-
πρωτογνωρίζομαι
-
ανέρχομαι
-
επέρχομαι
)
Συνώνυμα
προηγούμαι
προλαμβάνω
προηγούμαι
3
Αντώνυμα
ακολουθώ
επακολουθώ
υστερώ
3
Ορισμός
Είμαι ο πρώτος που φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή εκδηλώνω μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Προηγούμαι χρονικά ή σε σειρά από άλλους.
2
Παραδείγματα
Οι ερευνητές πρωτοήρθαν στην ανακάλυψη του νέου είδους.
Σε κάθε διαδικασία, είναι σημαντικό να πρωτοέρχεται η ασφάλεια.
2