Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτοπόρος (επίθετο) - (παρόμοια:
πόρος
-
πρωτόγνωρος
)
Συνώνυμα
προηγούμενος
πρωτοποριακός
καινοτόμος
3
Αντώνυμα
οπισθοδρομικός
συντηρητικός
απολίτιστος
3
Ορισμός
Αυτός που προηγείται σε μια διαδικασία ή εξέλιξη.
Αυτός που εισάγει καινοτομίες ή αλλαγές.
Αυτός που ανοίγει νέους δρόμους σε έναν τομέα.
3
Παραδείγματα
Ο πρωτοπόρος επιστήμονας έκανε σημαντικές ανακαλύψεις.
Η πρωτοπόρος εταιρεία εισήγαγε νέες τεχνολογίες στην αγορά.
Ο πρωτοπόρος εξερευνητής διέσχισε ανεξερεύνητες περιοχές.
3