1. Λέξη
    πρωτοπόρος (επίθετο) - (παρόμοια: πόρος - πρωτόγνωρος)
  2. Συνώνυμα
    • προηγούμενος
    • πρωτοποριακός
    • καινοτόμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • οπισθοδρομικός
    • συντηρητικός
    • απολίτιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που προηγείται σε μια διαδικασία ή εξέλιξη.
    • Αυτός που εισάγει καινοτομίες ή αλλαγές.
    • Αυτός που ανοίγει νέους δρόμους σε έναν τομέα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πρωτοπόρος επιστήμονας έκανε σημαντικές ανακαλύψεις.
    • Η πρωτοπόρος εταιρεία εισήγαγε νέες τεχνολογίες στην αγορά.
    • Ο πρωτοπόρος εξερευνητής διέσχισε ανεξερεύνητες περιοχές.
    3