1. Λέξη
    πρωτόγνωρος (επίθετο) - (παρόμοια: πρωτόγονος - πρωτοπόρος - πρωτότοκος - πρωτότυπος)
  2. Συνώνυμα
    • πρωτόγνωρος
    • πρωτόγνωρος
    • πρωτόγνωρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • γνωστός
    • οικείος
    • εξοικειωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν έχει ξαναδεί ή γνωρίσει κάτι ή κάποιον στο παρελθόν
    • που συμβαίνει για πρώτη φορά και δεν έχει προηγούμενο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήταν πρωτόγνωρος ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το πρόβλημα.
    • Η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη, σαν να έβλεπα τον κόσμο για πρώτη φορά.
    2