Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτόγνωρος (επίθετο) - (παρόμοια:
πρωτόγονος
-
πρωτοπόρος
-
πρωτότοκος
-
πρωτότυπος
)
Συνώνυμα
πρωτόγνωρος
πρωτόγνωρος
πρωτόγνωρος
3
Αντώνυμα
γνωστός
οικείος
εξοικειωμένος
3
Ορισμός
που δεν έχει ξαναδεί ή γνωρίσει κάτι ή κάποιον στο παρελθόν
που συμβαίνει για πρώτη φορά και δεν έχει προηγούμενο
2
Παραδείγματα
Ήταν πρωτόγνωρος ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το πρόβλημα.
Η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη, σαν να έβλεπα τον κόσμο για πρώτη φορά.
2