Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτότυπο (επίθετο) - (παρόμοια:
πρωτότυπος
-
πρότυπο
-
πρωτότοκος
-
πρωτόνιο
)
Συνώνυμα
μοναδικό
αυθεντικό
πρωτοποριακό
3
Αντώνυμα
αντίγραφο
μιμητικό
συμβατικό
3
Ορισμός
Που δεν έχει αντιγραφεί ή μιμηθεί από κάτι άλλο, αλλά είναι το πρώτο και μοναδικό του είδους.
Που χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία και καινοτομία.
2
Παραδείγματα
Η ιδέα του ήταν πρωτότυπη και κανείς δεν την είχε σκεφτεί πριν.
Αυτή η ταινία είναι πρωτότυπη και δεν μοιάζει με τίποτα άλλο που έχουμε δει.
2