1. Λέξη
    πρωτότυπο (επίθετο) - (παρόμοια: πρωτότυπος - πρότυπο - πρωτότοκος - πρωτόνιο)
  2. Συνώνυμα
    • μοναδικό
    • αυθεντικό
    • πρωτοποριακό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντίγραφο
    • μιμητικό
    • συμβατικό
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν έχει αντιγραφεί ή μιμηθεί από κάτι άλλο, αλλά είναι το πρώτο και μοναδικό του είδους.
    • Που χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία και καινοτομία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ιδέα του ήταν πρωτότυπη και κανείς δεν την είχε σκεφτεί πριν.
    • Αυτή η ταινία είναι πρωτότυπη και δεν μοιάζει με τίποτα άλλο που έχουμε δει.
    2