1. Λέξη
    πρωτότυπος (επίθετο) - (παρόμοια: πρωτότυπο - πρωτότοκος - πρωτόγονος - πρότυπο - πρωτόγνωρος)
  2. Συνώνυμα
    • μοναδικός
    • ιδιαίτερος
    • ασυνήθιστος
    • καινοτόμος
    4
  3. Αντώνυμα
    • κοινός
    • συνηθισμένος
    • τυποποιημένος
    • αντιγραφή
    4
  4. Ορισμός
    • που δεν έχει προηγούμενο και διακρίνεται για την πρωτοτυπία του
    • που δεν αποτελεί αντιγραφή ή μίμηση κάποιου άλλου
    • που χαρακτηρίζεται από ευρηματικότητα και δημιουργικότητα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πρωτότυπη ιδέα του καλλιτέχνη εντυπωσίασε το κοινό.
    • Αυτό το σχέδιο είναι εντελώς πρωτότυπο και δεν μοιάζει με τίποτα άλλο.
    • Η εταιρεία αναζητά πρωτότυπες προτάσεις για να διαφοροποιηθεί από τους ανταγωνιστές της.
    3