Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτότυπος (επίθετο) - (παρόμοια:
πρωτότυπο
-
πρωτότοκος
-
πρωτόγονος
-
πρότυπο
-
πρωτόγνωρος
)
Συνώνυμα
μοναδικός
ιδιαίτερος
ασυνήθιστος
καινοτόμος
4
Αντώνυμα
κοινός
συνηθισμένος
τυποποιημένος
αντιγραφή
4
Ορισμός
που δεν έχει προηγούμενο και διακρίνεται για την πρωτοτυπία του
που δεν αποτελεί αντιγραφή ή μίμηση κάποιου άλλου
που χαρακτηρίζεται από ευρηματικότητα και δημιουργικότητα
3
Παραδείγματα
Η πρωτότυπη ιδέα του καλλιτέχνη εντυπωσίασε το κοινό.
Αυτό το σχέδιο είναι εντελώς πρωτότυπο και δεν μοιάζει με τίποτα άλλο.
Η εταιρεία αναζητά πρωτότυπες προτάσεις για να διαφοροποιηθεί από τους ανταγωνιστές της.
3