1. Λέξη
    πρωτότοκος (επίθετο) - (παρόμοια: πρωτότυπος - πρωτότυπο - πρωτόγονος - πρωτόγνωρος)
  2. Συνώνυμα
    • πρώτος
    • αρχαιότερος
    • πρεσβύτερος
    3
  3. Αντώνυμα
    • νεότερος
    • δευτερότοκος
    • τελευταίος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει γεννηθεί πρώτος σε σχέση με άλλα αδέλφια.
    • Αυτός που έχει προτεραιότητα σε σχέση με άλλους, είτε σε ηλικία είτε σε σημασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πρωτότοκος γιος κληρονόμησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, ο πρωτότοκος είχε ιδιαίτερα προνόμια.
    2