Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτότοκος (επίθετο) - (παρόμοια:
πρωτότυπος
-
πρωτότυπο
-
πρωτόγονος
-
πρωτόγνωρος
)
Συνώνυμα
πρώτος
αρχαιότερος
πρεσβύτερος
3
Αντώνυμα
νεότερος
δευτερότοκος
τελευταίος
3
Ορισμός
Αυτός που έχει γεννηθεί πρώτος σε σχέση με άλλα αδέλφια.
Αυτός που έχει προτεραιότητα σε σχέση με άλλους, είτε σε ηλικία είτε σε σημασία.
2
Παραδείγματα
Ο πρωτότοκος γιος κληρονόμησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας.
Στην αρχαία Ελλάδα, ο πρωτότοκος είχε ιδιαίτερα προνόμια.
2