Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρόγονος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πρωτόγονος
-
πρόξενος
-
απόγονος
)
Συνώνυμα
προπάτορας
προγονικός
προγενέστερος
3
Αντώνυμα
απόγονος
εγγονός
διαδόχος
3
Ορισμός
Άτομο από το οποίο κατάγεται κάποιος, συνήθως σε μεγαλύτερη γενεαλογική απόσταση.
Πρόσωπο που έζησε σε προηγούμενη εποχή και συνέβαλε στην εξέλιξη μιας οικογένειας ή φυλής.
Κάθε ένας από τους προγενέστερους ανθρώπους μιας οικογένειας ή φυλής.
3
Παραδείγματα
Οι πρόγονοί μας έζησαν σε δύσκολες εποχές.
Η μελέτη των προγόνων μας βοηθά να κατανοήσουμε την ιστορία μας.
Οι πρόγονοι αυτού του λαού ήταν γενναίοι πολεμιστές.
3