1. Λέξη
    πρόγονος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πρωτόγονος - πρόξενος - απόγονος)
  2. Συνώνυμα
    • προπάτορας
    • προγονικός
    • προγενέστερος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απόγονος
    • εγγονός
    • διαδόχος
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο από το οποίο κατάγεται κάποιος, συνήθως σε μεγαλύτερη γενεαλογική απόσταση.
    • Πρόσωπο που έζησε σε προηγούμενη εποχή και συνέβαλε στην εξέλιξη μιας οικογένειας ή φυλής.
    • Κάθε ένας από τους προγενέστερους ανθρώπους μιας οικογένειας ή φυλής.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι πρόγονοί μας έζησαν σε δύσκολες εποχές.
    • Η μελέτη των προγόνων μας βοηθά να κατανοήσουμε την ιστορία μας.
    • Οι πρόγονοι αυτού του λαού ήταν γενναίοι πολεμιστές.
    3