Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωτόγονος (επίθετο) - (παρόμοια:
πρόγονος
-
πρωτόγνωρος
-
πρωτότοκος
-
πρωτότυπος
)
Συνώνυμα
αρχέγονος
πρωταρχικός
προϊστορικός
3
Αντώνυμα
σύγχρονος
μοντέρνος
εξελιγμένος
3
Ορισμός
που ανήκει σε πολύ παλιά εποχή ή στάδιο ανάπτυξης
που χαρακτηρίζεται από απλότητα ή έλλειψη εξέλιξης
2
Παραδείγματα
Οι πρωτόγονοι άνθρωποι ζούσαν σε σπηλιές.
Η πρωτόγονη τεχνολογία ήταν πολύ απλή.
2