1. Λέξη
    πυκνότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πυκνός - πιθανότητα - ενότητα - αγνότητα - ποσότητα - ποιότητα)
  2. Συνώνυμα
    • πυκνότητα
    • συμπύκνωση
    • πυκνότητα
    • πυκνότητα
    4
  3. Αντώνυμα
    • αραιότητα
    • αραίωση
    • αραιότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα ενός σώματος να έχει μεγάλη μάζα σε σχέση με τον όγκο του.
    • Ο βαθμός στον οποίο κάτι είναι πυκνό ή συμπαγές.
    • Η ποσότητα μιας ουσίας σε ένα δεδομένο χώρο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πυκνότητα του νερού είναι μεγαλύτερη από αυτή του πάγου.
    • Η πυκνότητα του πληθυσμού στην Αθήνα είναι πολύ υψηλή.
    • Η πυκνότητα της ομίχλης καθιστούσε την ορατότητα ελάχιστη.
    3