Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πυκνότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πυκνός
-
πιθανότητα
-
ενότητα
-
αγνότητα
-
ποσότητα
-
ποιότητα
)
Συνώνυμα
πυκνότητα
συμπύκνωση
πυκνότητα
πυκνότητα
4
Αντώνυμα
αραιότητα
αραίωση
αραιότητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα ενός σώματος να έχει μεγάλη μάζα σε σχέση με τον όγκο του.
Ο βαθμός στον οποίο κάτι είναι πυκνό ή συμπαγές.
Η ποσότητα μιας ουσίας σε ένα δεδομένο χώρο.
3
Παραδείγματα
Η πυκνότητα του νερού είναι μεγαλύτερη από αυτή του πάγου.
Η πυκνότητα του πληθυσμού στην Αθήνα είναι πολύ υψηλή.
Η πυκνότητα της ομίχλης καθιστούσε την ορατότητα ελάχιστη.
3