Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ρωτιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αναρωτιέμαι
-
πετιέμαι
-
κρατιέμαι
)
Συνώνυμα
αναρωτιέμαι
διερωτώμαι
απορώ
3
Αντώνυμα
γνωρίζω
είμαι σίγουρος
2
Ορισμός
Αισθάνομαι περιέργος ή αμφιβολία για κάτι και προσπαθώ να βρω μια απάντηση ή εξήγηση.
Σκέφτομαι κάτι με βαθύτατο ενδιαφέρον ή ανησυχία.
2
Παραδείγματα
Ρωτιέμαι αν θα έρθει σήμερα.
Συχνά ρωτιέμαι για το μέλλον της χώρας μας.
2