Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σαρκικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σαρκαστικός
-
σατανικός
-
σαρκασμός
)
Συνώνυμα
σωματικός
υλικός
γήινος
3
Αντώνυμα
πνευματικός
ασώματος
αθάνατος
3
Ορισμός
Σχετικός με το σώμα ή τη σάρκα.
Που ανήκει στον υλικό κόσμο και όχι στον πνευματικό.
Που χαρακτηρίζεται από αισθησιασμό ή υλισμό.
3
Παραδείγματα
Οι σαρκικές επιθυμίες συχνά έρχονται σε αντίθεση με τους πνευματικούς στόχους.
Η σαρκική απόλαυση μπορεί να είναι εφήμερη, αλλά η πνευματική ευτυχία είναι διαρκή.
2