1. Λέξη
    σαρκικός (επίθετο) - (παρόμοια: σαρκαστικός - σατανικός - σαρκασμός)
  2. Συνώνυμα
    • σωματικός
    • υλικός
    • γήινος
    3
  3. Αντώνυμα
    • πνευματικός
    • ασώματος
    • αθάνατος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με το σώμα ή τη σάρκα.
    • Που ανήκει στον υλικό κόσμο και όχι στον πνευματικό.
    • Που χαρακτηρίζεται από αισθησιασμό ή υλισμό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι σαρκικές επιθυμίες συχνά έρχονται σε αντίθεση με τους πνευματικούς στόχους.
    • Η σαρκική απόλαυση μπορεί να είναι εφήμερη, αλλά η πνευματική ευτυχία είναι διαρκή.
    2