Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σαρκαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
σαρκικός
-
σπαστικός
-
σαρκασμός
-
δικαστικός
-
αστικός
-
σχολαστικός
-
αναγκαστικός
-
βιαστικός
-
πλαστικός
-
δραστικός
-
συναρπαστικός
-
διαδικαστικός
-
περαστικός
-
σεξιστικός
)
Συνώνυμα
ειρωνικός
πικρόχολος
δριμύς
κοροϊδευτικός
4
Αντώνυμα
ειλικρινής
γκρινιάρης
καλόκαρδος
απλός
4
Ορισμός
Που εκφράζει ή περιέχει σαρκασμό.
Που χαρακτηρίζεται από πικρία και ειρωνεία.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος έκανε μια σαρκαστική παρατήρηση στον μαθητή που δεν είχε μελετήσει.
Η σαρκαστική του τονού έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
2