1. Συνώνυμα
    • ειρωνικός
    • πικρόχολος
    • δριμύς
    • κοροϊδευτικός
    4
  2. Αντώνυμα
    • ειλικρινής
    • γκρινιάρης
    • καλόκαρδος
    • απλός
    4
  3. Ορισμός
    • Που εκφράζει ή περιέχει σαρκασμό.
    • Που χαρακτηρίζεται από πικρία και ειρωνεία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος έκανε μια σαρκαστική παρατήρηση στον μαθητή που δεν είχε μελετήσει.
    • Η σαρκαστική του τονού έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
    2