1. Λέξη
    σαρκασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκασμός - σαρκαστικός - σπασμός - σαρκικός - σεβασμός)
  2. Συνώνυμα
    • ειρωνεία
    • πείραγμα
    • χλευασμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκωμιαστικός λόγος
    • κολακεία
    • επαίνoς
    3
  4. Ορισμός
    • Επίτηδες πικρή και ειρωνική παρατήρηση που αποσκοπεί στον χλευασμό ή την προσβολή.
    • Ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιείται για να εκφραστεί ειρωνική κριτική ή δηκτικός χλευασμός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σαρκασμός του δασκάλου έκανε τον μαθητή να νιώσει άσχημα.
    • Η απάντησή της ήταν γεμάτη σαρκασμό, χωρίς να κρύβει την απογοήτευσή της.
    2