Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σηκώνετε (ρήμα) - (παρόμοια:
σηκώνω
-
σηκώνομαι
)
Συνώνυμα
ανυψώνετε
υψώνετε
εγείρετε
3
Αντώνυμα
κατεβάζετε
χαμηλώνετε
ρίχνετε
3
Ορισμός
Να μετακινείτε κάτι προς τα πάνω ή να το τοποθετείτε σε υψηλότερη θέση.
Να αυξάνετε το επίπεδο ή την ένταση κάτι.
2
Παραδείγματα
Σηκώνετε τα χέρια σας ψηλά για να σας δούμε.
Πρέπει να σηκώνετε τα βάρη με προσοχή για να αποφύγετε τραυματισμούς.
2