1. Λέξη
    σημαδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια: δεμένος - σημαδεύω - συνδεδεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • επισημασμένος
    • χαραγμένος
    • σημειωμένος
    • καταχωρισμένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • ασημάδευτος
    • ασήμαντος
    • ακατάγραφος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει σημάδι ή σημείο που τον ξεχωρίζει
    • που έχει επισημανθεί για ειδική προσοχή ή χρήση
    • που φέρει κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο σημαδεμένος δρόμος οδηγούσε στο κρυφό μονοπάτι.
    • Το σημαδεμένο βιβλίο ήταν γεμάτο σημειώσεις στα περιθώρια.
    • Ήταν ένα σημαδεμένο από τη μοίρα παιδί.
    3