Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σημαδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δεμένος
-
σημαδεύω
-
συνδεδεμένος
)
Συνώνυμα
επισημασμένος
χαραγμένος
σημειωμένος
καταχωρισμένος
4
Αντώνυμα
ασημάδευτος
ασήμαντος
ακατάγραφος
3
Ορισμός
που έχει σημάδι ή σημείο που τον ξεχωρίζει
που έχει επισημανθεί για ειδική προσοχή ή χρήση
που φέρει κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα
3
Παραδείγματα
Ο σημαδεμένος δρόμος οδηγούσε στο κρυφό μονοπάτι.
Το σημαδεμένο βιβλίο ήταν γεμάτο σημειώσεις στα περιθώρια.
Ήταν ένα σημαδεμένο από τη μοίρα παιδί.
3