1. Λέξη
    σιγαστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βραστήρας - σωτήρας)
  2. Συνώνυμα
    • ηχομονωτικό υλικό
    • ηχομονωτής
    • ηχοαπορροφητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηχητικός ενισχυτής
    • ηχείο
    2
  4. Ορισμός
    • Υλικό ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μείωση ή την απορρόφηση του θορύβου.
    • Συσκευή που βοηθά στη μείωση των ηχητικών κυμάτων σε έναν χώρο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σιγαστήρας στο δωμάτιο βοήθησε να μειωθεί ο θόρυβος από το δρόμο.
    • Χρειαζόμαστε έναν καλό σιγαστήρα για το στούντιο ηχογραφήσεων.
    2