Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιγαστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βραστήρας
-
σωτήρας
)
Συνώνυμα
ηχομονωτικό υλικό
ηχομονωτής
ηχοαπορροφητής
3
Αντώνυμα
ηχητικός ενισχυτής
ηχείο
2
Ορισμός
Υλικό ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μείωση ή την απορρόφηση του θορύβου.
Συσκευή που βοηθά στη μείωση των ηχητικών κυμάτων σε έναν χώρο.
2
Παραδείγματα
Ο σιγαστήρας στο δωμάτιο βοήθησε να μειωθεί ο θόρυβος από το δρόμο.
Χρειαζόμαστε έναν καλό σιγαστήρα για το στούντιο ηχογραφήσεων.
2