1. Λέξη
    σιγουρέψουμε (ρήμα) - (παρόμοια: σιγουριά - σιγουρεύω)
  2. Συνώνυμα
    • εξασφαλίζω
    • διασφαλίζω
    • εγγυώμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • αναστατώνω
    • κλονίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι σίγουρο ή βέβαιο.
    • Εξασφαλίζω ότι κάτι θα συμβεί ή θα είναι έτσι όπως το θέλουμε.
    • Παίρνω μέτρα για να αποφύγω τυχόν αβεβαιότητα ή κίνδυνο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να σιγουρέψουμε ότι όλα είναι έτοιμα πριν ξεκινήσει η εκδήλωση.
    • Σιγουρέψουμε τα εισιτήρια πριν φύγουμε για διακοπές.
    • Οι γονείς προσπάθησαν να σιγουρέψουν το μέλλον των παιδιών τους.
    3