Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιγουρέψουμε (ρήμα) - (παρόμοια:
σιγουριά
-
σιγουρεύω
)
Συνώνυμα
εξασφαλίζω
διασφαλίζω
εγγυώμαι
3
Αντώνυμα
αμφιβάλλω
αναστατώνω
κλονίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σίγουρο ή βέβαιο.
Εξασφαλίζω ότι κάτι θα συμβεί ή θα είναι έτσι όπως το θέλουμε.
Παίρνω μέτρα για να αποφύγω τυχόν αβεβαιότητα ή κίνδυνο.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να σιγουρέψουμε ότι όλα είναι έτοιμα πριν ξεκινήσει η εκδήλωση.
Σιγουρέψουμε τα εισιτήρια πριν φύγουμε για διακοπές.
Οι γονείς προσπάθησαν να σιγουρέψουν το μέλλον των παιδιών τους.
3