Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιγουριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σιγουρεύω
-
σιγουρευτώ
-
σκουριά
-
σιγουρεύομαι
-
σιγουρέψουμε
-
σιγουρεύονται
)
Συνώνυμα
βεβαιότητα
ασφάλεια
εμπιστοσύνη
3
Αντώνυμα
αβεβαιότητα
αμφιβολία
δυσπιστία
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κάποιος σίγουρος για κάτι.
Η απουσία αμφιβολιών ή αβεβαιοτήτων.
2
Παραδείγματα
Η σιγουριά του ότι θα πετύχει τον έκανε να δουλέψει σκληρά.
Μιλούσε με σιγουριά για τα σχέδιά του.
2