Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιγουρεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
σιγουρεύομαι
-
σιγουρευτώ
-
σιγουρεύονται
-
σιγουριά
-
κουρεύω
-
σιγουρέψουμε
)
Συνώνυμα
βεβαιώνω
εξασφαλίζω
εγγυώμαι
3
Αντώνυμα
αμφιβάλλω
αναστατώνω
αποστατώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σίγουρο ή βέβαιο.
Εξασφαλίζω ότι κάτι θα συμβεί ή θα είναι έτσι όπως το θέλω.
2
Παραδείγματα
Σιγούρεψε ότι όλα θα είναι έτοιμα για την εκδήλωση.
Πρέπει να σιγουρέψουμε ότι οι προμήθειες θα φτάσουν έγκαιρα.
2