1. Συνώνυμα
    • βεβαιώνω
    • εξασφαλίζω
    • εγγυώμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • αναστατώνω
    • αποστατώ
    3
  3. Ορισμός
    • Κάνω κάτι σίγουρο ή βέβαιο.
    • Εξασφαλίζω ότι κάτι θα συμβεί ή θα είναι έτσι όπως το θέλω.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Σιγούρεψε ότι όλα θα είναι έτοιμα για την εκδήλωση.
    • Πρέπει να σιγουρέψουμε ότι οι προμήθειες θα φτάσουν έγκαιρα.
    2