Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιχαμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
χαμένος
-
καμένος
-
σιχαμερή
-
στημένος
)
Συνώνυμα
αηδιαστικός
σιχαμερός
απαίσιος
3
Αντώνυμα
ευχάριστος
ομορφος
απολαυστικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί αηδία ή αποστροφή.
Που είναι πολύ κακός ή ανεπιθύμητος.
2
Παραδείγματα
Ο καιρός ήταν σιχαμένος, με συνεχείς βροχές.
Έχω μια σιχαμένη δουλειά που μισώ.
2