Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καμένο
-
καημένος
-
καταραμένος
-
καρφωμένος
-
καλυμμένος
-
καλεσμένος
-
χαμένος
-
κατεψυγμένος
-
καθορισμένος
-
καλοντυμένος
-
κατοικημένος
-
καλωδιωμένος
-
κανονισμένος
-
πεθαμένος
-
κλεμμένος
-
κρυμμένος
-
τεταμένος
-
πεταμένος
-
σιχαμένος
-
κατειλημμένος
-
κακομαθημένος
-
καταχωρημένος
-
καταπιεσμένος
-
κλεισμένος
-
πικραμένος
-
κολλημένος
-
τρελαμένος
-
κατεστραμμένος
-
καταδικασμένος
-
καθυστερημένος
)
Συνώνυμα
εξαντλημένος
κουρασμένος
εξουθενωμένος
3
Αντώνυμα
ενεργητικός
δραστήριος
ζωντανός
3
Ορισμός
που έχει χάσει τη δύναμή του ή τη ζωντάνια του λόγω κόπωσης ή υπερβολικής προσπάθειας
που έχει υποστεί μεγάλη φθορά ή ζημιά
(μεταφορικά) που έχει χάσει το ενδιαφέρον ή το πάθος του
3
Παραδείγματα
Μετά τη μαραθώνια δουλειά, ένιωθα τελείως καμένος.
Ο καμένος λαμπτήρας χρειάζεται αντικατάσταση.
Αφού χώρισαν, ήταν καμένος για όλες τις γυναίκες.
3