1. Συνώνυμα
    • εξαντλημένος
    • κουρασμένος
    • εξουθενωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ενεργητικός
    • δραστήριος
    • ζωντανός
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει χάσει τη δύναμή του ή τη ζωντάνια του λόγω κόπωσης ή υπερβολικής προσπάθειας
    • που έχει υποστεί μεγάλη φθορά ή ζημιά
    • (μεταφορικά) που έχει χάσει το ενδιαφέρον ή το πάθος του
    3
  4. Παραδείγματα
    • Μετά τη μαραθώνια δουλειά, ένιωθα τελείως καμένος.
    • Ο καμένος λαμπτήρας χρειάζεται αντικατάσταση.
    • Αφού χώρισαν, ήταν καμένος για όλες τις γυναίκες.
    3