Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φουσκάλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φουσκώνω
-
φουσκωτό
-
σκάλα
-
φουσκωτός
)
Συνώνυμα
μπουμπουκιά
φυσαλίδα
φούσκα
3
Αντώνυμα
στερεό
συμπαγές
2
Ορισμός
Μικρή ποσότητα αέρα ή αερίου που περικλείεται σε ένα υγρό ή ένα στερεό σώμα.
Σφαιρικό σχήμα που δημιουργείται από υγρό όταν περιβάλλει αέρα ή αέριο.
2
Παραδείγματα
Η φουσκάλα του σαπουνιού έσκασε όταν την άγγιξα.
Οι φουσκάλες στο ποτήρι με το αναψυκτικό ανέβαιναν στην επιφάνεια.
2