1. Λέξη
    σκέπτομαι (ρήμα) - (παρόμοια: σκέφτομαι - επισκέπτομαι - σκίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συλλογίζομαι
    • αναλογίζομαι
    • σκέφτομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • αδιαφορώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να εξετάζω κάτι με προσοχή και λογική.
    • Να σκέφτομαι βαθιά ή να αναλογίζομαι κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σκέφτομαι να αλλάξω δουλειά.
    • Σκέφτεται πολύ πριν πάρει μια απόφαση.
    2