Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σκοτίζομαι
-
σκαρφίζομαι
-
ορκίζομαι
-
τσακίζομαι
-
στηρίζομαι
-
σχετίζομαι
-
σώζομαι
-
μαλακίζομαι
-
συνεχίζομαι
-
ορίζομαι
-
χτίζομαι
-
παίζομαι
-
σχηματίζομαι
-
συμμερίζομαι
-
σκίζω
-
μυρίζομαι
-
φημίζομαι
-
ξυρίζομαι
-
ζορίζομαι
-
ζαλίζομαι
-
σκέφτομαι
-
βυθίζομαι
-
βασίζομαι
-
χωρίζομαι
-
σκέπτομαι
-
συναγωνίζομαι
)
Συνώνυμα
διασπώμαι
σχίζομαι
ραγίζομαι
3
Αντώνυμα
ενώνομαι
ενισχύομαι
συγκεντρώνομαι
3
Ορισμός
Να χωρίζομαι σε δύο ή περισσότερα μέρη λόγω έντονης δύναμης ή πίεσης.
Να υποφέρω ψυχικά ή συναισθηματικά.
2
Παραδείγματα
Το χαρτί σκίζεται εύκολα αν το τραβήξεις δυνατά.
Σκίζομαι όταν βλέπω να υποφέρουν οι αγαπημένοι μου άνθρωποι.
2