1. Συνώνυμα
    • διασπώμαι
    • σχίζομαι
    • ραγίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ενώνομαι
    • ενισχύομαι
    • συγκεντρώνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να χωρίζομαι σε δύο ή περισσότερα μέρη λόγω έντονης δύναμης ή πίεσης.
    • Να υποφέρω ψυχικά ή συναισθηματικά.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το χαρτί σκίζεται εύκολα αν το τραβήξεις δυνατά.
    • Σκίζομαι όταν βλέπω να υποφέρουν οι αγαπημένοι μου άνθρωποι.
    2