Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκορπίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκορπίζω
-
σκορ
-
σκορπιός
-
σκίσω
)
Συνώνυμα
διασπείρω
κατανέμω
εκχέω
3
Αντώνυμα
συγκεντρώνω
μαζεύω
2
Ορισμός
Να διασκορπίσω κάτι σε διάφορα σημεία.
Να εξαπλώσω κάτι σε μεγάλη έκταση.
2
Παραδείγματα
Ο αγρότης σκόρπισε τους σπόρους στο χωράφι.
Ο άνεμος σκόρπισε τα φύλλα σε όλο τον κήπο.
2