Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκαλί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκαλίζω
-
σκαλπ
-
σκασ
-
σκας
-
σκαλωσιά
)
Συνώνυμα
σκαλοπάτι
βαθμίδα
σκαλιά
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Κάθε ένα από τα οριζόντια μέρη μιας σκάλας, πάνω στα οποία βαδίζει κανείς για να ανέβει ή να κατέβει.
Μια δομική μονάδα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή σκαλοπατιών, συνήθως από ξύλο, μέταλλο ή πέτρα.
2
Παραδείγματα
Προσέξτε να μην γλιστρήσετε στο σκαλί, είναι βρεγμένο.
Το παιδί κάθισε στο τελευταίο σκαλί της σκάλας και περίμενε.
2