1. Λέξη
    σκας (ρήμα) - (παρόμοια: σκασ - σκαρί - σκαλί - σκαλπ)
  2. Συνώνυμα
    • κοιμάμαι
    • χαλαρώνω
    • ξεκουράζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξυπνάω
    • ενεργοποιούμαι
    • δραστηριοποιούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκεσαι σε κατάσταση ύπνου ή ανάπαυσης.
    • Να μην ενεργείς ή να μην αντιδράς σε μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μην τον ενοχλείς, σκάει μετά τη βάρδια του.
    • Όταν σκάει, δεν τον ξυπνάς για τίποτα.
    2