-
-
Συνώνυμα
- κοιμάμαι
- χαλαρώνω
- ξεκουράζομαι
3
-
Αντώνυμα
- ξυπνάω
- ενεργοποιούμαι
- δραστηριοποιούμαι
3
-
Ορισμός
- Να βρίσκεσαι σε κατάσταση ύπνου ή ανάπαυσης.
- Να μην ενεργείς ή να μην αντιδράς σε μια κατάσταση.
2
-
Παραδείγματα
- Μην τον ενοχλείς, σκάει μετά τη βάρδια του.
- Όταν σκάει, δεν τον ξυπνάς για τίποτα.
2