1. Λέξη
    σκαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια: σκαλί - σκίζω - σκαλπ - ζαλίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεσκονίζω
    • καθαρίζω
    • αποσκληρύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μολύνω
    • βρωμίζω
    • ρυπαίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Καθαρίζω κάτι αφαιρώντας τη σκόνη ή τις βρομίες.
    • Αφαιρώ με προσοχή κάτι που έχει κολλήσει ή έχει σκληρύνει.
    • Εξερευνώ ή ερευνώ κάτι με προσοχή και λεπτομέρεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Σκάλισε το παλιό έπιπλο για να του δώσει νέα ζωή.
    • Ο γιατρός σκάλισε την πληγή για να αφαιρέσει τις μολυσμένες ουσίες.
    • Ο δημοσιογράφος σκάλισε το θέμα για να ανακαλύψει την αλήθεια.
    3