Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκαλί
-
σκίζω
-
σκαλπ
-
ζαλίζω
)
Συνώνυμα
ξεσκονίζω
καθαρίζω
αποσκληρύνω
3
Αντώνυμα
μολύνω
βρωμίζω
ρυπαίνω
3
Ορισμός
Καθαρίζω κάτι αφαιρώντας τη σκόνη ή τις βρομίες.
Αφαιρώ με προσοχή κάτι που έχει κολλήσει ή έχει σκληρύνει.
Εξερευνώ ή ερευνώ κάτι με προσοχή και λεπτομέρεια.
3
Παραδείγματα
Σκάλισε το παλιό έπιπλο για να του δώσει νέα ζωή.
Ο γιατρός σκάλισε την πληγή για να αφαιρέσει τις μολυσμένες ουσίες.
Ο δημοσιογράφος σκάλισε το θέμα για να ανακαλύψει την αλήθεια.
3