1. Λέξη
    σκαρφαλώνω (ρήμα) - (παρόμοια: σκαρφαλώσω - σκαρώνω - σκατώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ανεβαίνω
    • σκαλίζω
    • καρφαλώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβαίνω
    • καταβαίνω
    2
  4. Ορισμός
    • Ανεβαίνω με δυσκολία ή με χρήση των χεριών και των ποδιών σε ένα ψηλό ή απόκρημνο σημείο.
    • Κάνω μια σκληρή προσπάθεια για να φτάσω σε έναν στόχο ή να ξεπεράσω μια δυσκολία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αθλητής σκαρφάλωσε στο βράχο χωρίς ειδικό εξοπλισμό.
    • Μετά από πολλές προσπάθειες, σκαρφάλωσε στην κορυφή της καριέρας του.
    2