Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκαρφαλώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκαρφαλώσω
-
σκαρώνω
-
σκατώνω
)
Συνώνυμα
ανεβαίνω
σκαλίζω
καρφαλώνω
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
καταβαίνω
2
Ορισμός
Ανεβαίνω με δυσκολία ή με χρήση των χεριών και των ποδιών σε ένα ψηλό ή απόκρημνο σημείο.
Κάνω μια σκληρή προσπάθεια για να φτάσω σε έναν στόχο ή να ξεπεράσω μια δυσκολία.
2
Παραδείγματα
Ο αθλητής σκαρφάλωσε στο βράχο χωρίς ειδικό εξοπλισμό.
Μετά από πολλές προσπάθειες, σκαρφάλωσε στην κορυφή της καριέρας του.
2