1. Λέξη
    σκαρφαλώσω (ρήμα) - (παρόμοια: σκαρφαλώνω - σκατώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ανεβαίνω
    • καρφώνω
    • σπαρταρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβαίνω
    • κατεβάζω
    • καταβαίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να ανέβω σε ψηλό σημείο με δυσκολία ή προσπάθεια.
    • Να κινηθώ προς τα πάνω σε κάτι με απότομο ή δύσκολο τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να σκαρφαλώσω στο βουνό πριν το ηλιοβασίλεμα.
    • Ο γάτος προσπάθησε να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να πιάσει το πουλί.
    2