Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκαρφαλώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκαρφαλώνω
-
σκατώσω
)
Συνώνυμα
ανεβαίνω
καρφώνω
σπαρταρώ
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
κατεβάζω
καταβαίνω
3
Ορισμός
Να ανέβω σε ψηλό σημείο με δυσκολία ή προσπάθεια.
Να κινηθώ προς τα πάνω σε κάτι με απότομο ή δύσκολο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να σκαρφαλώσω στο βουνό πριν το ηλιοβασίλεμα.
Ο γάτος προσπάθησε να σκαρφαλώσει στο δέντρο για να πιάσει το πουλί.
2