Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκατώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκατώνω
-
σκοτώσω
-
σκαρφαλώσω
)
Συνώνυμα
κάνω
αφοδεύω
χέζω
3
Αντώνυμα
κρατιέμαι
συγκρατώ
2
Ορισμός
Εκκρίνω περιττώματα από το σώμα.
Κάνω κάτι πολύ κακό ή ανεπιθύμητο.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να σκατώσω τώρα, με πιάνουν δυσκοιλιότητα.
Μην σκατώσεις την εργασία, κάνε την σωστά.
2