1. Λέξη
    σκατώσω (ρήμα) - (παρόμοια: σκατώνω - σκοτώσω - σκαρφαλώσω)
  2. Συνώνυμα
    • κάνω
    • αφοδεύω
    • χέζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατιέμαι
    • συγκρατώ
    2
  4. Ορισμός
    • Εκκρίνω περιττώματα από το σώμα.
    • Κάνω κάτι πολύ κακό ή ανεπιθύμητο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να σκατώσω τώρα, με πιάνουν δυσκοιλιότητα.
    • Μην σκατώσεις την εργασία, κάνε την σωστά.
    2