1. Λέξη
    σκεπτικός (επίθετο) - (παρόμοια: θρεπτικός - οπτικός - στατικός - σπιτικός - σχετικός - συντριπτικός)
  2. Συνώνυμα
    • αμφιβολικός
    • διστακτικός
    • αβέβαιος
    3
  3. Αντώνυμα
    • βέβαιος
    • σιγουρεμένος
    • πεπεισμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δείχνει ή εκφράζει αμφιβολία ή δυσπιστία.
    • Που χαρακτηρίζεται από την τάση να αμφισβητεί ή να αναλύει κριτικά τις απόψεις και τις πληροφορίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήταν πολύ σκεπτικός απέναντι στις νέες προτάσεις.
    • Η σκεπτική του προσέγγιση τον βοήθησε να αποφύγει λάθη.
    2