Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκεπτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
θρεπτικός
-
οπτικός
-
στατικός
-
σπιτικός
-
σχετικός
-
συντριπτικός
)
Συνώνυμα
αμφιβολικός
διστακτικός
αβέβαιος
3
Αντώνυμα
βέβαιος
σιγουρεμένος
πεπεισμένος
3
Ορισμός
Που δείχνει ή εκφράζει αμφιβολία ή δυσπιστία.
Που χαρακτηρίζεται από την τάση να αμφισβητεί ή να αναλύει κριτικά τις απόψεις και τις πληροφορίες.
2
Παραδείγματα
Ήταν πολύ σκεπτικός απέναντι στις νέες προτάσεις.
Η σκεπτική του προσέγγιση τον βοήθησε να αποφύγει λάθη.
2